Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

Αγροτουρισμός - Πότε επιτέλους;

Το νομοσχέδιο ανακλήθηκε, η ζωή όμως προχωρά


Πόσο ακόμη θα χρειαστεί για να υπάρξει επιτέλους ένα νομοθετικό πλαίσιο για την νομιμοποίηση και την υποβολή σε  κανόνες του εναλλακτικού τουρισμού;
Του Θεοχάρη Αγγελίδη
Δικηγόρου

Κανείς  δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει τη δημοκρατική  λειτουργία του  νεοεισαχθέντος θεσμού της δημόσιας διαβούλευσης, ήτοι  ουσιαστικά της δημόσιας κριτικής, ενός νομοθετήματος, όταν  αυτό βρίσκεται ακόμη στη φάση του σχεδίου (νομοσχέδιο), πλην όμως η διαδικασία αυτή για να επιτελέσει τον δημοκρατικό της σκοπό, και για να μην αποτελέσει, μιαν απλή «νομιμοποίηση δια της διαδικασίας», όπως το φαινόμενο αυτό ανέλυσε ο σπουδαίος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος του δικαίου Νίκλας Λούμαν ή άλλως για να μην εκπέσει σε μιαν φλυαρία, απαιτεί κάποιες προϋποθέσεις, που  προφανώς ο επίδοξος νομοθέτης του σχεδίου νόμου για τον αγροτουρισμό ή άλλως για τον τουρισμό υπαίθρου, που αναρτήθηκε  από το Υπουργείο Πολιτισμού, δεν είχε εξασφαλίσει.

Οι προϋποθέσεις  αυτές, απαιτούν μια καλή βασική   γνώση των νομοτεχνικών στοιχείων ενός νομοσχεδίου και ταυτόχρονα απαιτούν μια σαφήνεια στις προθέσεις του νομοθέτη, ως προς τι  νομοθετεί.

Το αναρτηθέν  και ανακληθέν  νομοσχέδιο, σαφώς και δεν είχε  σε επάρκεια τα δύο αυτά στοιχεία.

Με την ελπίδα το επόμενο να είναι καλύτερο και με την κρυφή φιλοδοξία να συμβάλλουμε σ΄ αυτό καταγράφουμε τις επόμενες σκέψεις μας:

Νομοθετικοί  ορισμοί ή νομοθετικά κριτήρια;

Στο άρθρο 1 αυτού το νομοσχέδιο  αποπειράται να δώσει νομοθετικά  τους ορισμούς των εννοιών:

·        Τουρισμός υπαίθρου
·        Αγροτουρισμός
·        Τουριστικοί  δρόμοι και
·        Υπαίθριες τουριστικές  δραστηριότητες. 

Και θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι ορισμοί αυτοί είναι λίγο ως πολύ πετυχημένοι, αν δεν διέβλεπε ευθύς εξ αρχής ότι η διάκριση μεταξύ των όρων «τουρισμός  υπαίθρου» και «αγροτουρισμός» δεν είναι παρά μια τεχνητή διάκριση, επιβαλλόμενη από την πρόθεση του νομοθέτη,  να επιφυλάξει  ιδιαίτερη  και ευνοϊκή  μεταχείριση στις  χαρακτηριζόμενες από τον ίδιο ως «αγροτουριστικές επιχειρήσεις» έναντι των άλλων επιχειρήσεων.

Η επιλογή  του νομοθέτη όμως να διαφοροποιεί το αντικείμενο, μόνο και μόνο επειδή  επιθυμεί  να μεταχειριστεί διαφοροποιημένα (και γιατί όχι να ευνοήσει το υποκείμενο), ήτοι τον φορέα μιας επιχείρησης, είναι άκρως εσφαλμένη.

Είναι απολύτως θεμιτό ο νομοθέτης επειδή  κρίνει πως κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες χρήζουν  ιδιαίτερης προστασίας να επιλέγει οι ομάδες αυτές όταν επιχειρούν να απολαύουν  και ιδιαίτερων και ευνοϊκών προνομίων. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση η επιλογή του νομοθέτη να βοηθήσει τον  αγροτικό πληθυσμό στην ανάπτυξη και αγροτουριστικών δραστηριοτήτων είναι απολύτως δικαιολογημένη, δικαιοπολιτικά. Και μπορεί η εύνοια αυτή να εκφραστεί με ποικίλους όσους τρόπους.

Ωστόσο η επιλογή του να ορίσει τον αγροτουρισμό ως μέρος του υπαίθριου τουρισμού και  να απαγορεύσει ουσιαστικά σε άλλους επιχειρηματικούς  φορείς, είτε φυσικά είτε νομικά πρόσωπα, να ασκήσουν την ίδια δραστηριότητα, είναι άκρως εσφαλμένη. Μια επιχείρηση που ο φορέας της  δεν είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότης, διότι δεν υπάρχει η αναλογία του εισοδήματος  του, όπως  ο νόμος την απαιτεί (όταν αυτό ποτέ οριστικοποιηθεί) δεν  σημαίνει ότι δεν μπορεί να ασκήσει  τη δραστηριότητα  του  αγροτουρισμού, που εν τέλει ως αντικειμενική  δραστηριότητα δεν μπορεί να έχει τους περιορισμούς που ο νομοθετικός ορισμός δίδει.

Για να μιλήσω με ένα παράδειγμα: ένας νέος, που σπούδασε επιστήμες αθλητικής αγωγής και επέστρεψε στο χωριό του, ο οποίος στερείται γης και αγροτικού  εξοπλισμού,  έχει όμως μιαν ιδιαίτερη έφεση στην φροντίδα των αλόγων, αλλά και γνώσεις διότι κατά τις σπουδές του πήρε την ειδικότητα της ιππασίας,  αποφασίζει, μένοντας στο  χωριό του, να δραστηριοποιηθεί στον τομέα της ελεύθερης  ιππασίας. Αποκτά έναν αριθμό αλόγων (που κοστίζουν πολύ  λιγότερο από έναν μηχανικό γεωργικό εξοπλισμό) και προσφέρει στους πελάτες του υψηλής ποιότητας υπηρεσίες ιππικού τουρισμού, μέσα στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η εστίαση και  η διαμονή στο σπίτι που κληρονόμησε και το οποίο με προσωπική  εργασία διαμόρφωσε  κατάλληλα,   η διοργάνωση σεμιναρίων περί το άλογο και την φροντίδα του, η επίσκεψη σε αγροκτήματα όταν  εξελίσσονται σ΄ αυτά αγροτικές εργασίες, η επίσκεψη σε μεταποιητικές μονάδες της περιοχής, που επεξεργάζονται  τοπικά προϊόντα.

Αυτός  ο δραστήριος νέος, που εμπλουτίζει το τουριστικό, και όχι μόνο αυτό, προϊόν της περιοχής, που αναδεικνύει  όλα τα υπόλοιπα αγροτικά τοπικά προϊόντα, που διευρύνει  τα όρια της αγοράς τους και καταφέρνει να εξασφαλίσει ένα εξωαγροτικό εισόδημα, μέσα στον αγροτικό χώρο, όπου συνεχίζει να ζει,  δεν ασκεί αγροτουρισμό αλλά ασκεί τουρισμό υπαίθρου ή υπαίθριες δραστηριότητες; 

Θεωρούμε ότι η δραστηριότητα είναι μια και μοναδική. Του ποιος χρήζει μιας ιδιαίτερης προστασίας για ή και κατά την άσκηση της δεν επιτρέπεται να δημιουργεί τεχνητές διακρίσεις στο ένα και ενιαίο αντικείμενο, που είναι αυτό του τουρισμού υπαίθρου, ο οποίος από τη στιγμή που ασκείται στη φύση συμπεριλαμβάνει αυτονοήτως και τον αγροτικό χώρο, είτε ως φυσικό χώρο ανάπτυξης του  είτε ως ανθρωπογενή δραστηριότητα, με την οποία για τις ανάγκες παροχής υπηρεσιών εστίασης και διαμονής, αναγκαία έρχεται σε επαφή.

Όπως και θεωρούμε ότι αντί για έναν άκαμπτο νομοθετικό ορισμό ή έστω πλάι σ΄ αυτόν το σημαντικότερο θα ήταν να τεθούν ουσιαστικά κριτήρια υπαγωγής μιας τουριστικής  δραστηριότητας στην έννοια του  τουρισμού υπαίθρου. Και άποψη  μας  είναι ότι  το απόλυτο κριτήριο είναι  αυτό της δραστηριότητας που σέβεται το φυσικό και το πολιτισμικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύσσεται. 

Τέλος είναι απορίας άξιο το εξής: Ο νομοθέτης ενώ επιλέγει στο άρθρο 2 του νομοσχεδίου να δώσει τον ορισμό της αγροτουριστικής επιχείρησης και φροντίζει να εξειδικεύσει πολλά στοιχεία αυτών, για όλες τις άλλες επιχειρήσεις που θα ασχοληθούν με τον τουρισμό υπαίθρου παραλείπει κάθε αναφορά. Αυτές ξαφνικά χάνονται από το νομοθέτημα.

Υπαίθριες δραστηριότητες. Ενδεικτική ή περιοριστική απαρίθμηση;

Από νομοτεχνική άποψη και στο άρθρο 4 αυτού, ο νομοθέτης και πάλι αποπειράθηκε να ορίσει περιοριστικά δυστυχώς, τις λεγόμενες «υπαίθριες δραστηριότητες», κάτι που αποτελεί μέγα σφάλμα, αφού οι υπαίθριες δραστηριότητες, που ήδη  είναι  γνωστές και που  ασκούνται διεθνώς  αλλά και εν μέρει και στη χώρα μας, είναι πολύ περισσότερες στον αριθμό. Ταυτόχρονα από την ποιοτική ανάλυση  των βασικών στοιχείων από  τα οποία συντίθενται  οι δραστηριότητες που  αναφέρονται στο νομοσχέδιο, προκύπτει ότι ο νομοθέτης  επιλέγει δραστηριότητες, που απαιτούν  μια συμμετοχή  του σώματος,  η οποία προσομοιάζει προς  τον αθλητισμό, παρά  το γεγονός ότι θέλει με την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου του  νομοσχεδίου να μην αποτελούν  οι δραστηριότητες  αυτές αθλητικές  ή  αγωνιστικές  δραστηριότητες. Ωστόσο ακόμη και υπό  αυτήν  την έποψη παραλείπεται για παράδειγμα μια δραστηριότητα, που πληροί όλες  τις σχετικές προϋποθέσεις,  ώστε να συμπεριληφθεί  στον κατάλογο των αναφερομένων δραστηριοτήτων, και αυτή είναι  η ελεύθερη (μη αθλητική, μη  αγωνιστική) ιππασία. Η παράλειψη  της αποτελεί απόδειξη ότι ο νομοθέτης όφειλε να ορίσει όχι περιοριστικά  τις δραστηριότητες αυτές, ούτε να αποπειραθεί να δώσει  τον ορισμό  τους,  νομοθετικά. Και αυτό διότι ο ανθρώπινος νους  επινοεί καθημερινά νέες τέτοιες δραστηριότητες, καμία  φορά και δραστηριότητες που αποτελούν συνδυασμό περισσοτέρων. Για παράδειγμα θα  αναφέρω και πάλι την  έφιππη τοξοβολία!

Ο νομοθέτης ξεχνά παντελώς άλλες δραστηριότητες, όπως αυτή της παρατήρησης πουλιών, της  συλλογής μανιταριών, της συλλογής αγριολούλουδων, κ.ο.κ..

Από νομοτεχνική και πάλι άποψη η πρόβλεψη του νομοθέτη, στην παράγραφο 2 του ιδίου πάντα  άρθρου, με υπουργικές αποφάσεις,  να αναγνωρίζονται και άλλες υπαίθριες δραστηριότητες, ως τουριστικές δεν είναι ορθή, διότι για να υλοποιηθεί  αυτή, θα πρέπει ο μεν νομοθέτης  να έχει  δημιουργήσει  έναν  ιδιαίτερα ευέλικτο και ιδιαίτερα ευαίσθητο μηχανισμό, που θα ανιχνεύει διαρκώς τις τάσεις της αγοράς και θα είναι σε θέση, αξιολογώντας τες να τις ορίζει νομοθετικά. Τέτοια όμως ετοιμότητα ο έλληνας νομοθέτης ουδέποτε επέδειξε. Ούτε  βεβαίως θα είναι δυνατόν για κάθε  νεωτεριστική  δραστηριότητα, οι  άνθρωποι που την  εισάγουν να οργανώνονται εύκολα  ως ομάδα συμφερόντων,  ώστε να πιέζουν τις υπηρεσίες του υπουργείου και αυτές να αντιλαμβάνονται ότι θα πρέπει να εντάσσουν  τη  δραστηριότητα αυτή σε αυτές του νόμου.

Αλλά  ακόμη και αυτό  να συνέβαινε: Ποια θα είναι τα κριτήρια εντάξεως των δραστηριοτήτων  αυτών; Πως θα αποφασίζει η διοίκηση περί  της εντάξεως ή μη; Θα πρέπει  κάθε  φορά ο εκάστοτε υπουργός να πείθεται, χωρίς καν ο ίδιος να αποκαλύπτει τα κριτήρια της επιλογής του; Αυτό δημιουργεί μια ανασφάλεια δικαίου, ανεπίτρεπτη στην εποχή μας.

Από νομοτεχνική λοιπόν  άποψη ο νομοθέτης όφειλε αντί να ορίσει τις δραστηριότητες να εισάγει κριτήρια, σταθερά, σαφή, ανοιχτά και ευέλικτα, υπό τα οποία, κάθε φορά η διοίκηση, στη φάση της εφαρμογής, να εντάσσει μια δραστηριότητα, στις δραστηριότητες υπαίθρου ή μη. Υπό τα κριτήρια αυτά να είναι μάλιστα ελέγξιμη και δικαστικά η διοίκηση. Διαφορετικά τα πάντα εναποτίθενται στη λεγόμενη πολιτική βούληση  του νομοθέτη, με τους ενδιαφερόμενους να αναγκάζονται να παρακαλούν και όχι να διεκδικούν και τους πολιτικούς ουδέποτε να κρίνονται για τις εσφαλμένες τους επιλογές.

Επιτέλους η διοίκηση οφείλει να αποφασίζει δημιουργικά, εφαρμόζοντας παραδεδεγμένες ερμηνευτικές των νόμων μεθόδους  και όχι να αναγιγνώσκει απλά, υποτιθέμενα πλήρη αλλά στην ουσία κλειστά και περιοριστικά της ανάπτυξης και της εξέλιξης νομοθετήματα. Για να το πράξει αυτό, πρέπει το κράτος να την εμπιστευθεί. Και πρέπει επιτέλους  να δοκιμαστεί. Διαφορετικά καθίσταται (και είναι δυστυχώς) ένας γραφειοκρατικός μηχανισμός, ανασταλτικός της ανάπτυξης.

Βεβαίως να πούμε την αλήθεια: Καμιά σοβαρή διοίκηση, σε κανένα αναπτυγμένο κράτος του κόσμου, δεν έχει την αυταπάτη ότι μπορεί να τα πράξει όλα και μάλιστα μόνη  της. Οι μοντέρνες τεχνικές στην άσκηση  της διοίκησης απαιτούν όχι απλά τη διαβούλευση αλλά τη στενή  συνεργασία με τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματικούς φορείς, οι  οποίοι από την άλλη πλευρά συνασπίζονται και  είτε από ξεχωριστούς φορείς είτε μέσω των επαγγελματικών τους επιμελητηρίων αποδεικνύουν ότι είναι άξιοι συζητητές αλλά και συνεργάτες. Εκπονούν κανονισμούς,  πρότυπα,  σχεδιάζουν, θέτουν  προδιαγραφές.  Είναι θεωρώ  αυτονόητο πως δεν είναι  δυνατόν  ένας δημόσιος υπάλληλος να  γνωρίζει  το αντικείμενο  της επαγγελματικής  ενασχόλησης τους καλύτερα από  τους ίδιους, που σπούδασαν,  εργάστηκαν, επένδυσαν και ζουν από αυτό.

Το νομοσχέδιο, νομοτεχνικά και πάλι κάνει χρήση της γνωστής τεχνικής της νομοθετικής εξουσιοδότησης,  κατά την οποία αντί να ολοκληρώσει ένα νομοθέτημα, με όλα τα στοιχεία που θα το καθιστούσαν άμεσα εφαρμόσιμο, προτιμά να το εμφανίζει ελλιπέστατο, παραπέμποντας την ολοκλήρωση του στην μελλοντική έκδοση υπουργικών αποφάσεων. Και πάλι όμως νομοτεχνικά αλλά και στη βάση των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου η νομοθετική εξουσιοδότηση οφείλει να είναι σαφής και να ορίζει συγκεκριμένα στοιχεία, τα οποία πρέπει να περιέχει το κατά την εξουσιοδότηση  εκδιδόμενο νομοθέτημα. Στο εν λόγω νομοσχέδιο όλα είναι γενικά και αόριστα.

Ο νομοθέτης οφείλει με την νομοθετική του πρωτοβουλία και επέμβαση αφενός να διαπαιδαγωγεί και αφετέρου να ρυθμίζει ήδη υφιστάμενες βιοτικές καταστάσεις, οι οποίες αναπτύχθηκαν και τις οποίες θεωρεί ότι πρέπει να καταστούν αντικείμενο  ρυθμίσεως.

Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο δεν πράττει ούτε  το ένα ούτε  το άλλο.

Η  δυστυχία όμως είναι ότι η κοινωνική και η οικονομική  ζωή δεν μπορεί να περιμένει τον  νομοθέτη. Τέτοιες δραστηριότητες έχουν  ήδη  αναπτυχθεί στην χώρα μας, χωρίς να υπάρχουν  προδιαγραφές, χωρίς να υπάρχει καθεστώς αδειοδοτήσεων, χωρίς έλεγχο και χωρίς κριτήρια ασφάλειας και ποιότητας.

Να αναφέρω ένα παράδειγμα:

Σε μιαν μονάδα υπηρεσιών τουρισμού υπαίθρου σήμερα δεν μπορούν να συνυπάρχουν δραστηριότητες εστίασης ή  διαμονής, ως δραστηριότητες υγειονομικού ενδιαφέροντος με δραστηριότητες ιππικού τουρισμού, διότι για να ληφθεί άδεια λειτουργίας ενός ιπποστασίου απαραίτητη προϋπόθεση  είναι αυτή να μην γειτνιάζει με εστιατόρια ή ξενοδοχεία. Το ιπποστάσιο αντιμετωπίζεται ως ένας κοινός στάβλος παραγωγικών ζώων. Όλες αυτές οι μονάδες που σήμερα υπάρχουν στην χώρα μας είναι διαρκώς υπό διωγμό, από τις κατά τα άλλα αδιαφορούσες για την υγεία του πληθυσμού, νομαρχιακές υπηρεσίες υγείας. Επίσης μια τέτοια μονάδα, που βρήκε διέξοδο χρηστικής αξιοποίησης των ελληνικών φυλών αλόγων, και δια της διεξόδου αυτής συμβάλει στην επιβίωση και τη διάσωση τους, δεν μπορεί να ενταχθεί σε σχετικά προγράμματα επιδότησης, αφού δεν διαθέτει άδεια λειτουργίας ιπποστασίου. Τα πράγματα αν δεν ήταν τραγικά θα μπορούσαν να προκαλέσουν θυμηδία.

Και να σκεφτεί κανείς ότι στην Αυστρία θεωρείται πολύ in να κοιμάται κανείς σε δωμάτιο, κάτω από το οποίο λειτουργεί στάβλος αγελάδων…

Η απουσία  ενός σαφούς νομοθετικού  πλαισίου  το μόνο που έχει ως  συνέπεια είναι  ο κλάδος αυτός  των υπαίθριων  δραστηριοτήτων να  αναπτύσσεται  στρεβλά αλλά και επικίνδυνα  για  τους  καταναλωτές του – τα ατυχήματα και μάλιστα πολύνεκρα  δεν  είναι άγνωστα  στην πρόσφατη ιστορία. Η στρεβλή δε ανάπτυξη οδηγεί δυστυχώς στην επικράτηση του πρόχειρου έναντι  του  μονίμου,  στην επικράτηση του επιφανειακού έναντι του ποιοτικού.  Και αυτό εις  βάρος της εθνικής μας οικονομίας,  αφού  οι δραστηριότητες αυτές σε άλλες χώρες αποφέρουν κέρδη και ενισχύουν τον πληθυσμό της υπαίθρου.