Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

Η πόλη που θέλουμε

Η πόλη που θέλουμε

Ευρισκόμενοι μπροστά σε ένα δίλημμα πάντα κατά την επιλογή μας είμαστε υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουμε την μια από τις δύο πιθανότητες, να ακολουθήσουμε την άλλη, και να πορευθούμε την άλλη, την τελικώς επιλεγείσα.

Πολλές φορές βρισκόμαστε μπροστά σε διλήμματα, τα οποία προκύπτουν από μόνα τους, χωρίς τη δική μας συμμετοχή. Ωστόσο να είμαστε εμείς αυτοί που θα πρέπει να λάβουμε αποφάσεις, αφού τη δική μας ζωή επηρεάζουν.

Καμιά φορά ακόμη και τα με τον τρόπο αυτό προκύπτοντα διλήμματα είναι αφορμές για ριζικές αλλαγές, νέες κατευθύνσεις, νέα όνειρα, νέες προοπτικές.

Ο νεότευκτος Δήμος Πέλλας, ο Δήμος μας, που προέκυψε από την νομική αλλά όχι οργανική και ουσιαστική ακόμη συγχώνευση πέντε όμορων μεταξύ τους Δήμων του Νομού Πέλλας και αποτελεί στην πραγματικότητα την άλλοτε διοικητική περιφέρεια της Επαρχίας Γιαννιτσών,  δεν προέκυψε ως επιλογή των  κατοίκων του αλλά επεβλήθη νομοθετικά,  χωρίς καν να τεθεί  σε στοιχειώδη διαβούλευση το  μέγεθος και η  σύνθεση του.

Το δίλημμα ως εκ τούτου που τίθεται είναι ουσιαστικά περιορισμένο στο εύρος του. Θα αγωνιστούμε για έναν Δήμο ενιαίο, καλά οργανωμένο, συμπαγή,  με συνοχή κοινωνική και οικονομική ή θα μεμψιμοιρούμε για το αναγκαστικό της συνένωσης, για το πώς αλλιώς θα μπορούσε να είχε συντεθεί, για το δυσκολοκυβέρνητο λόγω του μεγέθους του;

Υπό τους όρους που θέτω το ερώτημα είναι βέβαιο, και μάλιστα όσο περνά ο καιρός και πλησιάζουν οι εκλογές για την ανάδειξη της  πρώτης δημοτικής αρχής του μεγάλου αυτού Δήμου, πως δεν θα υπάρξει πολιτευτής, ο οποίος θα απαντήσει  με ναι το δεύτερο μέρος του διλήμματος, διότι αυτό θα αποτελεί στην ουσία μια ομολογία αδυναμίας για τη διακυβέρνηση  του.

Ωστόσο όσοι δεν θα απαντήσουν θετικά στο δεύτερο μέρος του διλήμματος δεν σημαίνει αυτομάτως ότι  συμφωνούν  και με το πρώτο, ή ακόμη  περισσότερο, ότι είναι  διατεθειμένοι και ικανοί να αγωνιστούν γι αυτό.

Η αναγκαστική  θετική απάντηση  στο πρώτο μέρος του διλήμματος απαιτεί και την απόδειξη  τόσο της ειλικρίνειας όσο και της ικανότητας τους, να το πράξουν  και να ανταπεξέλθουν.

Αυτό  το  δίλημμα λοιπόν που ετέθη ως πρώτο, αναγκαστικά, ακολουθείται αναπόφευκτα και από μιαν πρόκληση. Την πρόκληση ο νέος Δήμος να οργανωθεί και να συμβάλει ώστε οι κάτοικοι του να απολαύσουν μιαν ουσιωδώς καλύτερη ποιότητα ζωής, ταυτόχρονα με την  ανάπτυξη του.

Η αλήθεια είναι ότι ο Δήμος δημιουργείται σε μιαν χρονική συγκυρία κατά την οποία οικονομικά της χώρας και των πολιτών  της δεν είναι στην καλύτερη  κατάσταση,  τα προβλήματα του περιβάλλοντος έχουν σωρευθεί, τα κοινωνικά προβλήματα αυξάνονται.
Ωστόσο αυτό που είναι αναμφίβολο γεγονός είναι πως δεν υπάρχει περίοδος στην ιστορία μιας χώρας και μιας κοινωνίας, η οποία να είναι απαλλαγμένη από προβλήματα.

Ως εκ τούτου αυτό που οφείλουμε να πράξουμε είναι να επεξεργαστούμε με τον καλύτερο τρόπο τα σημερινά μας προβλήματα και με φαντασία να προτείνουμε λύσεις, να επιλέξουμε  διεξόδους από αυτά, μετατρέποντας το όποιο μειονέκτημα σε πλεονέκτημα.

Παράδειγμα, που θα μπορούσε να είναι  χρήσιμο και για όλες τις άλλες πόλεις, κωμοπόλεις, δημοτικά διαμερίσματα και οικισμούς του νέου μας δήμου:

Είμαστε βεβαίως υποχρεωμένοι να ομολογήσουμε πως η μεγαλύτερη  πόλη του  Δήμου μας, τα Γιαννιτσά, τα τελευταία 40 χρόνια αναπτύχθηκε άναρχα, περιορίστηκε γεωγραφικά, σε έναν ουσιωδώς μικρότερο χώρο από αυτόν που θα ήταν αναγκαίος για να υποδεχθεί και να φιλοξενήσει την πληθυσμό που σ΄ αυτήν την χρονική περίοδο ήρθε και προστέθηκε για να ζήσει σ΄αυτήν, ότι δεν υπήρξε πρόνοια να δεσμευτούν κοινόχρηστοι χώροι για τους κατοίκους της, που θα φιλοξενούσαν είτε δραστηριότητες αναψυχής, είτε υπηρεσίες πρόνοιας, ότι  το κυκλοφοριακό κατέστη ένα μεγάλο πρόβλημα στο κέντρο τουλάχιστον  της πόλης.

Επειδή  όμως την πόλη με τη  σημερινή της μορφή δεν μπορούμε να την αλλάξουμε, επειδή είναι αδύνατο να γκρεμίσουμε  πολυκατοικίες, να δημιουργήσουμε ελεύθερους  κοινόχρηστους χώρους, επαρκείς για την κάλυψη των  αναγκών των κατοίκων της,  πρέπει να επανεκτιμήσουμε το χώρο της πόλης και να αλλάξουμε  τις λειτουργίες της.

Μια ισχυρή τάση στις απόψεις των πολεοδόμων ισχυρίζεται ότι: Πόλη  είναι αυτή που προκύπτει χωρίς σχεδιασμό! Αυτή που προκύπτει  αυθόρμητα ή  μέσα από καταναγκασμούς.

Βεβαίως στην πόλη μας η έλλειψη  σχεδιασμού δεν  ήταν ένα συμπτωματικό γεγονός. Ήταν αποτέλεσμα ενός συνασπισμού μικροσυμφερόντων (των οικοπεδούχων) και μεγαλοσυμφερόντων (των εργολάβων).

Ωστόσο ανεξάρτητα από την αιτία (ίσως μάλιστα να είναι  αργά να αποδώσουμε πια ευθύνες, αλλά θεωρώ πως για την ανάγκη της καταγραφής  της ιστορίας αυτής της  πόλης πρέπει κάποτε να το πράξουμε) το αποτέλεσμα είναι  το ίδιο.

Έχουμε μια πόλη  χωρίς σχέδιο.  Έχουμε όμως μια πόλη που είναι περιορισμένη γεωγραφικά, καταλαμβάνει μικρή  έκταση σε σχέση με τον πληθυσμό που φιλοξενεί και επιπλέον έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα: είναι χτισμένη με προσανατολισμό ανατολή – δύση και  είναι  σχετικά επιμήκης.

Αυτό  σημαίνει ότι από το κέντρο της πόλης είναι πολύ  εύκολο να βρεθεί κανείς στις παρυφές της και ήδη  εκτός αυτής. Αυτό σημαίνει ότι το κέντρο της πόλης είναι γρήγορα προσβάσιμο από τις πλευρές της.

Άρα έχουμε μια μόνο επιλογή: Να προστατέψουμε το κέντρο της πόλης, να του δώσουμε ζωντάνια, να περιορίσουμε την κυκλοφορία σ΄ αυτό (και όχι να τη διοχετεύουμε αναγκαστικά δι΄ αυτού), να μετατρέψουμε το  κέντρο της πόλης σε ένα διευρυμένο, επισκέψιμο ελεύθερο χώρο, να του δώσουμε χρώμα.

Ταυτόχρονα να  δεσμεύσουμε  χώρους, στις  παρυφές της πόλης, και να τους αξιοποιήσουμε για τις αναγκαίες της υποδομές.

Μια πόλη με ζωντανό κέντρο, είναι μια πόλη με ταυτότητα, μια πόλη που μπορεί να προσφέρει ποιότητα ζωής στους κατοίκους της, να προσελκύσει επισκέπτες αλλά και μόνιμους κατοίκους και να ενισχύσει την αγορά της.

Μια αγορά όμως που οφείλει να προσφέρει προϊόντα με τοπικό χαρακτήρα, με πρόσδοση αξίας και υπεραξίας σ΄ αυτά, διότι διαφορετικά δεν θα μπορέσει να αντέξει στον ανταγωνισμό των μαζικών προϊόντων της αγοράς, που μεγάλα καταστήματα ήδη  προσφέρουν και που  ετοιμάζονται να προσφέρουν.

Η πόλη μας, η περιοχή μας βρίσκεται μπροστά σε δύο μεγάλα ζητήματα: Την μεταφορά των στρατοπέδων και τη δημιουργία ενός μεγάλου  εμπορικού κέντρου.

Είναι  βέβαιο ότι οι μάχες πρέπει να δοθούν και μάλιστα με σθένος, με δυναμισμό και με αποτελεσματικότητα. Και αυτό διότι  πρέπει οπωσδήποτε να προστατευθεί  το σημερινό στάτους της πόλης, με όποιες ισορροπίες οικονομικές και κοινωνικές έχουν  διαμορφωθεί.

Παρόλα αυτά, οφείλουμε να ετοιμάσουμε το σενάριο της επόμενης μέρας, να μην αδρανήσουμε περιοριζόμενοι σε έναν αγώνα προς μια κατεύθυνση. Αναμφίβολα η συγκυρία αυτή είναι ιδιαίτερα αρνητική.  Και  μόνο από το γεγονός της ταχύτητας και της βιαιότητας με την οποία προκύπτει θα αρκούσε να χαρακτηριστεί ως τέτοιο, πόσο μάλλον που επιφέρει μια τεράστια  κοινωνική και οικονομική αναταραχή, στερεί έσοδα από την πόλη και  την  αγορά, στερεί ανθρώπους.  

Και το σενάριο  της επόμενης ημέρας είναι να κάνουμε μια πόλη  ελκυστική σε μόνιμους και όχι συγκυριακούς κατοίκους, που  επιλέγουν να ζήσουν σ΄αυτήν και δεν μεταφέρονται αναγκαστικά. Να κάνουμε μια αγορά που προσελκύει αγοραστές να αγοράσουν το διαφορετικό, το τοπικό, αυτό που έχει υπεραξία.  Για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε με αξιοπρέπεια έναντι  των υπεραγορών, και γιατί όχι, να τους ξεκλέβουμε  την πελατεία που  αυτές προσελκύουν, να μπει στην πόλη και να αγοράσει, να καταναλώσει, να τη δει ως αξιοθέατο.

Αύγουστος 2010