Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

Άρθρο στο Περιοδικό της Θεσσαλονίκης "Βιώσιμη Ανάπτυξη" 2-2010




Βασικοί όροι μετάβασης στις βιώσιμες μεταφορές

Θεοχάρης Αγγελίδης
Δικηγόρος Γιαννιτσών
Μεταφορολόγος

Είναι κοινός τόπος η διαπίστωση πως με τις μεταφορές διευρύνονται τα όρια της αγοράς των παραγόμενων σε έναν τόπο προϊόντων και δια του τρόπου αυτού αυξάνεται η αξία τους, αφού διαφορετικά για να έχουν αξία τα παραγόμενα σε έναν τόπο προϊόντα, θα πρέπει να είναι περιορισμένα σε ποσότητες και βεβαίως να μην είναι δυνατόν τα προϊόντα αυτά να παράγονται από μεγάλο μέρος του τοπικού πληθυσμού. Διότι τότε ο τοπικός πληθυσμός καλύπτει τις ανάγκες του από την ιδιοπαραγωγή των προϊόντων αυτών και δεν έχει λόγο καταφυγής στην αγορά τους.  Αυτό σημαίνει βεβαίως ότι εξαιτίας της περιορισμένης ζήτησης δεν είναι δυνατόν να δημιουργηθούν όροι για την μαζική παραγωγή και επεξεργασία των προϊόντων αυτών.

Οι μεταφορές από την άλλη πλευρά μπορεί να προσδίδουν αξία σε ένα προϊόν, με τη διεύρυνση των γεωγραφικών ορίων της διάθεσης τους, ωστόσο δεν παύουν να αποτελούν μια δραστηριότητα, επιβαρυντική του περιβάλλοντος, αφού απαιτεί την κατανάλωση ενέργειας, τη δέσμευση πολύτιμων εκτάσεων, τη διατάραξη της ισορροπίας φυσικών οικοσυστημάτων και επίσης μια δραστηριότητα με μεγάλο κοινωνικό κόστος, αφού η οργάνωση των μεταφορών απαιτεί την προηγούμενη κατασκευή τεράστιων έργων υποδομών, που απαιτούν την αφαίρεση χρημάτων, από άλλες δραστηριότητες της παροχικής διοικήσεως των χωρών.

Με δεδομένη όμως τη δηλωμένη ως βασική αρχή και επιδίωξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων μεταξύ των 27 χωρών μελών της αλλά και με δεδομένη την παγκοσμιοποιημένη πια οικονομία θα ήταν ανεδαφικό ίσως να μιλούμε για περιορισμό των μεταφορών, αφού ο όγκος των μεταφερομένων εμπορευμάτων, συνεχώς αυξάνεται, παγκοσμίως.

Υποχρέωση μας ως εκ τούτου μπροστά στην πραγματικότητα αυτή είναι, αφού αποδεχτούμε την οικονομική πραγματικότητα, που εν τέλει ίσως είναι και η μόνη συμβατή με την ανήσυχη ανθρώπινη φύση, κατά την οποία η επιθυμία μας είναι να καταναλώνουμε «εξωτικά» προϊόντα, αλλά και μπροστά στην πραγματικότητα ότι τουλάχιστον μέχρι να ολοκληρωθεί ο κύκλος της ανάπτυξης των οικονομιών της Ασίας και της Αφρικής τα προϊόντα που καταναλώνουμε λόγω μικρότερου κόστους θα παράγονται από τις οικονομίες αυτές όλο και περισσότερο, να οργανώσουμε ένα βιώσιμο σύστημα μεταφοράς προϊόντων, ένα σύστημα το οποίο έγινε γνωστό με τον όρο «πράσινες μεταφορές», το οποίο θα είναι αφενός σε θέση να είναι αποτελεσματικό, εξυπηρετικό των άλλων κλάδων της μεταφοράς, δυνάμενο να ανταποκριθεί στις διαρκώς αυξανόμενες καταναλωτικές μας απαιτήσεις και αφετέρου να επιβαρύνει στο ελάχιστο δυνατό το περιβάλλον και το κοινωνικό σύνολο, με τις αρνητικές του συνέπειες, όπως αυτές αναφέρθηκαν ανωτέρω.

Ένα τέτοιο σύστημα απαιτεί να γίνουν κάποιες κεντρικές επιλογές:

  • Αρχικά, στα μεταφορικά μέσα, τα οποία περισσότερο ενδείκνυνται για την επίτευξη του στόχου αυτού, αφού είναι χωρίς αμφιβολία, πως για το μεγάλο τμήμα των διαδρομών οι μεταφορές με πλοία (ακόμη και δια των εσωτερικών ποτάμιων υδάτων) καθώς και με τραίνα είναι πάντα λιγότερο επιβαρυντικές του περιβάλλοντος, δεδομένου απαιτούν την κατανάλωση λιγότερης ενέργειας για την επίτευξη του ιδίου μεταφορικού έργου.
  • Στη συνέχεια στην ανάπτυξη τεχνογνωσιών περί την οργάνωση των μεταφορών καθώς και στη δημιουργία κέντρων διαχείρισης (ενδιάμεσης εναπόθεσης, μεταφόρτωσης, ανακατεύθυνσης, αποθήκευσης) των ροών των διακινούμενων εμπορευμάτων. Η ανάπτυξη των τεχνογνωσιών αυτών απαιτεί αυτονόητα και την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού με αντίστοιχες επενδύσεις στον τομέα της έρευνας και της εκπαίδευσης.

  • Τέλος στην εκπόνηση ενός ολοκληρωμένου προγράμματος για την ανάπτυξη των μεταφορών, στην βάση των ανωτέρω κεντρικών επιλογών.

Στη χώρα μας οι επιλογές αυτές απαιτούν όμως την αποαγκύλωση από πρακτικές που το ελληνικό κράτος δεν εννοεί να εγκαταλείψει.

Και κυρίαρχες τέτοιες πρακτικές αποτελούν:

  • Η  σύμφωνα με την επιταγή του κοινοτικού νομοθέτη (Καν. ΕΕ 881/1992) πλήρης και όχι προσχηματική απελευθέρωση του επαγγέλματος του οδικού μεταφορέα εμπορευμάτων,

  • Το  άνοιγμα των λιμανιών και η διεθνοποίηση τους ώστε να αποτελούν την νότια πύλη εισόδου των εμπορευμάτων που προέρχονται από τις ασιατικές χώρες, στις χώρες της Ευρώπης, μια πύλη που θα αντιρροπήσει τις βόρειες εισόδους της  Ολλανδίας και της Γερμανίας, με τα μεγάλα τους λιμάνια,

  • Η εξυγίανση των σιδηροδρομικών μεταφορών, με σαφή διάκριση της διαχείρισης των έργων της υποδομής τους από την εκμετάλλευση αυτών.

Η αίσθηση μας στη βάση θετικών εκτιμήσεων των εξελίξεων που δρομολογούν άλλες γείτονες χώρες στο κλάδο των μεταφορών τους είναι ότι και στη συγκεκριμένη περίπτωση θα συμβεί αυτό που πάντα συμβαίνει. Στη ζωή και στην οικονομία κενά δεν υπάρχουν. Αναπληρώνονται και μάλιστα τάχιστα.

Χάνουμε δυστυχώς ελλείψει οράματος, γνώσης και αποφασιστικότητας, ελλείψει πολιτικής βούλησης αλλά και ελλείψει διοικητικής ικανότητας ακόμη μιαν ευκαιρία, με ένα Υπουργείο Μεταφορών ουσιαστικά ακυβέρνητο πολιτικά και αγκυλωμένο διοικητικά. Μιαν μεγάλη μάλιστα ευκαιρία, να ενισχύσουμε έναν κλάδο, που αποτελεί τη γέφυρα της διασύνδεσης όλων των άλλων κλάδων της οικονομίας μεταξύ τους, στην προοπτική της βιώσιμης ανάπτυξης.

Γιαννιτσά, Ιούλιος 2010