Η
διαμεσολάβηση και ο ρόλος του νομικού
συμπαραστάτη
Εισήγηση στο
Συνέδριο της Επιθεώρησης Συγκοινωνιακού Δικαίου και του ΔΣΑ
Αθήνα 19 -20
Σεπτεμβρίου 2014
Θεοχάρης Αγγελίδης
Δικηγόρος –
Διαμεσολαβητής
Εκπαιδευτής
Διαμεσολαβητών
Η διαμεσολάβηση είναι ένας νέος θεσμός, νομοθετικά
πλέον ρυθμισμένος με τον νόμο 3898/2010, ο οποίος ενσωμάτωσε την Οδηγία ΕΕ
52/2008. Η οδηγία αυτή βρίσκεται ήδη υπό αναμόρφωση.
Είναι ένας θεσμός, που εντάσσεται σε μια κατηγορία
θεσμών της λεγόμενης Εναλλακτικής Επίλυσης των Διαφορών, ήτοι θεσμών, που δεν
ακολουθούν τον κλασικό δρόμο της επίλυσης της διαφοράς μεταξύ των μερών από
έναν τρίτο, που ως φυσικός τους δικαστής, αποφαίνεται κυριαρχικά επί αυτής και
επιβάλει μια λύση, προβλεπόμενη και στηριζόμενη αυστηρά στο θετικό δίκαιο.
Η διαμεσολάβηση λειτουργεί υπό ορισμένες βασικές και
σχεδόν απαράβατες αρχές, που είναι:
· Η εκούσια προσφυγή των μερών σ΄αυτές (αν και
αυτή η αρχή δεν μπορεί να τηρηθεί απόλυτα – δεδομένης της ανάγκης να διαδοθεί ο
θεσμός, ο νομοθέτης σε πολλές χώρες και στην Ελλάδα εισάγει μορφές αναγκαστικής
παραπομπής στη διαμεσολάβηση),
· Η εμπιστευτικότητα,
· Η ουδετερότητα και η
αμεροληψία του διαμεσολαβητή,
· Ο μη δεσμευτικός χαρακτήρας
της διαδικασίας, μέχρις του σημείου, που θα υπογραφεί η τελική συμφωνία
· Η ανοιχτότητα στο
περιεχόμενο της συμφωνίας άλλως στον τρόπο, που θα επιλυθεί η διαφορά και τέλος
· Η αρχή κατά την οποία τα
μέρη είναι αυτά που δίνουν τη λύση και όχι ο διαμεσολαβητής, που συμμετέχει στη
διαδικασία ως τρίτος.
Παρόντες στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, πέραν των
μερών, δηλαδή των διαδίκων σε μια ενδεχόμενη δίκη, είναι και οι νομικοί τους παραστάτες,
οι οποίοι πρέπει να έχουν μια βασική διαμεσολαβητική παιδεία αλλά και αντίληψη,
διότι μόνο με τον τρόπο αυτό μπορούν να είναι χρήσιμοι ως σύμβουλοι των μερών
και να προστατεύσουν τα συμφέροντα τους με την έννοια του ότι θα πρέπει να
έχουν την ικανότητα να τους βοηθούν να κατανοήσουν τα συμφέροντα τους, να
μειώσουν την επίδραση των συναισθημάτων τους επί της διαδικασίας λήψης των
αποφάσεων τους και να επιδιώξουν την ικανοποίηση των πραγματικών τους αναγκών,
ενώ την ίδια στιγμή θα πρέπει να κατανοούν τόσο τις τεχνικές που εφαρμόζει ο
διαμεσολαβητής, οι οποίες έχουν σκοπό την υποβοήθηση και την παρακίνηση των
μερών να καταλήξουν σε μια συμφωνία όσο βεβαίως και οποιαδήποτε παρεκτροπή τους
από τις παραπάνω βασικές αρχές.
Ο ισχύων νόμος 3898/2010 ρυθμίζει την εφαρμογή του
θεσμού της διαμεσολάβησης στις αστικές και τις εμπορικές υποθέσεις.
Ωστόσο η διαμεσολάβηση ως τρόπος επίλυσης μιας
σύγκρουσης δεν είναι απαραίτητο να περιοριστεί μόνο σ΄αυτής της φύσεως
υποθέσεις, αλλά μπορεί να επεκταθεί και στις ποινικές και ακόμη και στις
διοικητικές υποθέσεις. Στην Αμερική, από όπου προέρχεται ο θεσμός, στη σύγχρονη
μορφή του, αλλά και στις χώρες της Ευρώπης υπάρχει ήδη επαρκής εμπειρία στην
χρήση του και στις υποθέσεις αυτές. Η ελληνική δημόσια διοίκηση, απέχει πολύ
δυστυχώς από τέτοιες ιδέες, αφού η πρακτική της αποδεικνύει ότι ακόμη και
βασικές αρχές του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, αγνοούνται.
Τα ζητήματα και οι επί αυτών συγκρούσεις, που
δημιουργούνται από ένα τροχαίο ατύχημα, είναι κατά βάση αστικής και ποινικής
φύσης (όταν το ατύχημα χαρακτηριστεί ως ατύχημα σωματικών βλαβών) ενώ τα
διοικητικής φύσης προβλήματα, σαφώς και δεν μπορούν να καταστούν αντικείμενο επίλυσης
δια της διαμεσολάβησης.
Τα ποινικής φύσης ζητήματα, μπορούν όμως να
καταστούν αντικείμενο ρύθμισης, μόνο που οποιαδήποτε σχετική συμφωνία των
μερών, όταν το ιδιωτικό συμφωνητικό μετά την υπογραφή του από τα μέρη περιαφθεί
τον εκτελεστήριο τύπο, δεν μπορεί να περιλάβει δεσμευτικές συμφωνίες, ποινικής
φύσης.
Άρα με τις σημερινές νομοθετικές δυνατότητες, οι
διαφορές που προκύπτουν από ένα τροχαίο ατύχημα, που θα μπορούσαν να ρυθμιστούν
από μια διαμεσολάβηση είναι κατά βάση οι αστικές διαφορές και δευτερευόντως και
με τη χρήση άλλων μέσων, από την καταγραφή της συμφωνίας στο τελικό ιδιωτικό
συμφωνητικό, οι ποινικές διαφορές.
Βεβαίως δεν είναι μόνο οι διαφορές που προκύπτουν από ένα τροχαίο ατύχημα, οι
οποίες προκαλούν ταυτόχρονα αστικής και ποινικής φύσεως ζητήματα, αφού και από
άλλα βιωτικά γεγονότα προκύπτουν της ίδιας φύσης ζητήματα, π.χ. από μια
αδικοπραξία, που έχει και ποινική απαξία. Άρα στη διαδικασία της προσέγγισης
της προβληματικής: Διαμεσολάβηση στο Τροχαίο Ατύχημα, υπάρχει ομοιότητα και με
άλλου είδους διαφορές.
Ωστόσο στο τροχαίο ατύχημα υφίσταται μια σημαντική
ιδιαιτερότητα, η οποία είναι ασυνήθιστη σε άλλης αιτίας διαφορές και αυτή είναι
η ύπαρξη ενός ή περισσοτέρων τρίτων, πέραν αυτών που έχουν συντελέσει στην
πρόκληση της διαφοράς, που είναι οι ασφαλιστικές εταιρίες και που είναι οι
δικονομικοί εγγυητές των εμπλεκομένων μερών και αυτές, που τελικά αναλαμβάνουν
να πληρώσουν το κόστος μιας συμφωνίας.
Μια ακόμη ιδιαιτερότητα είναι ότι τα μέρη, κατά το
κύριο ποσοστό τους, είναι άγνωστα μεταξύ τους. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τους
είναι αδιάφορη η συνέχιση της μεταξύ τους σχέσης, κάτι που αποτελεί έναν στόχο
αλλά και ένα σημείο, το οποίο αξιοποιεί ο διαμεσολαβητής, για να βοηθήσει τα
μέρη να λύσουν τη διαφορά τους. Βεβαίως δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, που τα
μέρη είναι γνωστά μεταξύ τους, οπότε και η χρησιμότητα της διαμεσολάβησης στη
διευκόλυνση της επίλυσης της διαφοράς τους είναι πάρα πολύ σημαντική, διότι
υποβοηθά και στην αποκατάσταση των κοινωνικών αλλά και των οικογενειακών πολλές
φορές σχέσεων, που διαταράσσονται σημαντικά, μετά από ένα τροχαίο ατύχημα.
Ενώ στη διαμεσολάβηση δεν είναι άγνωστο το σχήμα, κατά
το οποίο στη διαδικασία επίλυσης μιας διαφοράς εμπλέκονται περισσότερα μέρη, με
διαφορετικά και αντιτιθέμενα πολλές φορές συμφέροντα μεταξύ τους, και ήδη έχουν
αναπτυχθεί σχετικές τεχνικές για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων, στις
διαφορές από ένα τροχαίο ατύχημα, μπορούν να προκύψουν πρόσθετα προβλήματα όταν
μεταξύ των θεωρητικά ευρισκομένων από την ίδια πλευρά μερών υφίστανται διαφορές
απόψεων και προσέγγισης – δηλαδή όταν υπάρχει διάσταση ανάμεσα στο μέρος και
στην ασφαλιστική του εταιρία. Μια ακόμη δυσκολία είναι η σύνθεση των ομάδων από
περισσότερους ενδιαφερόμενους, ειδικά όταν πρόκειται για αξιώσεις από ψυχική
οδύνη.
Κεντρικός στόχος του διαμεσολαβητή είναι να βοηθήσει
τα μέρη να διαχωρίσουν τα συναισθήματα τους από τα συμφέροντα τους και τις
ανάγκες τους, να διαχωρίσουν του ανθρώπους από τα προβλήματα και να
επικεντρώσουν τα ενδιαφέροντα τους στα συμφέροντα και στα προβλήματα τους, να
διαχειριστεί την ενδεχόμενη κλιμάκωση της σύγκρουσης και τον πιθανό θυμό τους, ώστε
να μπορέσουν να καταλήξουν σε μιαν πρακτική και υλοποιήσιμη λύση. Για να το
καταφέρει αυτό υπάρχουν περισσότεροι δρόμοι, ένας εξ αυτών είναι και η
δυνατότητα να αφεθεί το μέρος να εκφράσει τα συναισθήματα του, με σκοπό να
εκτονωθεί, με τον όρο βέβαια ότι ο διαμεσολαβητής θα καταφέρει να συγκρατήσει
το μέρος, ώστε να μην κυριαρχηθεί από αυτά και χάσει την ικανότητα του να ενσκήψει
στις ανάγκες και τα συμφέροντα του.
Στη διαμεσολαβητική διαδικασία ενός τροχαίου
ατυχήματος οι μεν ασφαλιστικές εταιρίες συμμετέχουν με τα επαγγελματικά τους
στελέχη, που τις εκπροσωπούν, χωρίς να συνεισφέρουν και τα συναισθήματα τους,
διότι δεν είναι εμπλεκόμενα στο γενεσιουργό γεγονός της διαφοράς (το ατύχημα)
ούτε υπόκεινται οι ίδιοι στην ένταση του ψυχικά τραυματικού αυτού περιστατικού,
οι δε εμπλακέντες συμμετέχουν συνήθως και με τα συναισθήματα τους, ενώ πέραν
των οικονομικών ζητημάτων, που πρέπει να επιλύσουν, έχουν μεταξύ τους και
ποινικές διαφορές να εξομαλύνουν – για την έκβαση των οποίων οι ασφαλιστικές
εταιρίες είναι κατά βάση αδιάφορες, ενδιαφερόμενες μόνο κατά το μέρος, που
κρίνεται η υπαιτιότητα των εμπλεκομένων.
Αλλά και όπως ήδη προαναφέραμε σε μια
διαμεσολαβητική διαδικασία ακόμη και τα μέρη της μιας πλευράς δεν έχουν πάντα
τα ίδια συμφέροντα μεταξύ τους, αλλά αντιθέτως, μπορεί να έχουν και διαφορετικά
ακόμη και αντιτιθέμενα. Και βεβαίως τα μέρη, ακόμη και της ίδιας πλευράς δεν
έχουν πάντα την ίδια εκτίμηση, για την έκβαση μιας δικαστικής επιδίωξης
επίλυσης της διαφοράς. Μια επίσης αιτία για τη δημιουργία διαφωνιών είναι η
ύπαρξη της προαιρετικής κάλυψης της νομικής προστασίας. Το μέρος, που δεν θα
χρειαστεί να καταβάλει εξ ιδίων τα έξοδα για τη διεξαγωγή μιας δίκης, επειδή
έχει την κάλυψη της νομικής προστασίας, είναι επιρρεπές στην άσκηση μιας ακόμη
και αβάσιμης αγωγής, με την ελπίδα να πετύχει κάτι περισσότερο και εισέρχεται
πλέον ως εμπόδιο στην ενδεχόμενη πρόθεση της ασφαλιστικής εταιρίας να επιδιώξει
μιαν εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς.
Δεν είναι δε σπάνιο το φαινόμενο, οι εμπλακέντες σε
ένα ατύχημα, να έχουν τον ίδιο δικονομικό εγγυητή, ήτοι να είναι ασφαλισμένοι
στην ίδια ασφαλιστική εταιρία, όπως και δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο, ενώ
υφίσταται και ποινική εκδοχή στη διαφορά, να μην είναι τα μέρη, αυτά που έχουν
την εξουσία διαθέσεως της, πράγμα που συμβαίνει, όταν υπάρχει συμμετοχή στο
ατύχημα επαγγελματικού οχήματος και η ποινική δίωξη κατά του οδηγού του
ασκείται αυτεπάγγελτα και άρα δεν μπορεί να γίνει δήλωση από τον
τραυματισθέντα, ότι δεν επιθυμεί την ποινική του δίωξη. Τα φαινόμενα αυτά χρήζουν
ιδιαίτερης αντιμετώπισης.
Έως σήμερα στη χώρα μας η πρακτική, που ατύπως και
εμπειρικά εφαρμόζεται, για την εξωδικαστική επίλυση των διαφορών από τροχαία
ατυχήματα είναι η πρακτική της διαπραγμάτευσης.
Η πρακτική αυτή εφαρμόζεται μάλιστα όχι από ειδικά
εκπαιδευμένα στελέχη των ασφαλιστικών εταιριών, αλλά από τους αποκαλούμενους
«διακανονιστές», που ακολουθούν δικής τους εμπνεύσεως πρακτικές, οι οποίες
συνήθως είναι αδέξιες έως και προσβλητικές, καταλήγουν να είναι εκβιαστικές ως
προς τις ανάγκες των δικαιούχων της αποζημίωσης, έχουν δε μικρά ποσοστά
επιτυχίας, όταν οι παθόντες δεν είναι ευάλωτοι, ενώ την ίδια στιγμή, δεν υπάρχουν ασφαλιστικές εταιρίες, οι οποίες να
έχουν εισαγάγει σύστημα αξιολόγησης και κοστολόγησης, ανάλογα με το τελικό του
αποτέλεσμα, του τρόπου διαχείρισης της
ζημίας.
Η διαφορά
ανάμεσα στη διαπραγμάτευση, με τους κανόνες που αυτή πρέπει να γίνεται από
ειδικά εκπαιδευμένους διακανονιστές των ασφαλιστικών εταιριών, και στη
διαμεσολάβηση είναι ότι στη διαμεσολάβηση την ευθύνη για την πρόοδο της
διαδικασίας έχει ο διαμεσολαβητής, ο οποίος έχει υποβληθεί σε ειδική και
διαπιστευμένη εκπαίδευση, για να μπορεί να ανταποκρίνεται στο ρόλο του εμψυχωτή
των μερών για να βρουν μια κοινά αποδεκτή λύση. Η διαφορά αυτή μεταξύ
διαμεσολάβησης και διαπραγμάτευσης προσδίδει αναμφίβολα μια ηθική ποιότητα στη
δημιουργούμενη μεταξύ των μερών σχέση καθώς και φέρει τα μέρη σε μια πιο
ισότιμη και ισόρροπη μεταξύ τους σχέση και βεβαίως από πρακτική άποψη δίδεται η
δυνατότητα ταχύτερης και απλούστερης κατοχύρωσης των δεσμεύσεων, που κάθε κάθε
μέρος αναλαμβάνει έναντι του άλλου, με την υποβολή του ιδιωτικού συμφωνητικού
στο δικαστήριο, σε σχέση με μιαν πιθανή συμφωνία, που προκύπτει μετά από
διαπραγμάτευση.
Στην Ευρώπη και στην Αμερική μεγάλες ασφαλιστικές
εταιρίες έχουν διαμορφώσει ήδη εσωτερικά τμήματα, στα οποία ειδικά
εκπαιδευμένοι συνεργάτες τους αξιολογούν την κάθε υπόθεση ως προς την
καταλληλότητα και την προσφορότητα της να επιλυθεί με διαμεσολάβηση. Στη
συνέχεια είναι η ασφαλιστική εταιρία, που προτείνει στο μέρος που έχει αξιώσεις
από αυτήν, να προσφύγουν στη διαδικασία αυτή.
Ήδη εδώ και καιρό έχουν κάνει την εμφάνιση τους
συμβόλαια νομικής προστασίας, τα οποία δίνουν την ευχέρεια στην ασφαλιστική
εταιρία, όταν επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος και ο λήπτης της ασφάλισης θελήσει να κάνει χρήση του συμβολαίου του, να
τον υποχρεώσει να ακολουθήσει πρώτα την οδό της διαμεσολάβησης, με σκοπό
βεβαίως την αποφυγή της επιβάρυνσης της με υπέρογκα δικαστικά έξοδα.
Στην Ελλάδα ακόμη ο θεσμός της διαμεσολάβησης βρίσκεται
στα σπάργανα. Όχι μόνο στις διαφορές από τροχαία ατυχήματα αλλά γενικά στις
αστικές και εμπορικές διαφορές οι αναφορές για την προσφυγή των αντιτιθέμενων
μερών σ΄αυτήν είναι ελάχιστες. Πάντως το στελεχιακό δυναμικό, που θα μπορούσε
να αναλάβει αυτό το έργο, υπάρχει ήδη. Έχουν δημιουργηθεί και λειτουργούν
τέσσερα Κέντρα Κατάρτισης, από αντίστοιχους δικηγορικούς συλλόγους και εμπορικά
επιμελητήρια, στα οποία έχουν εκπαιδευτεί μέχρι σήμερα περισσότεροι από 800
διαμεσολαβητές, οι οποίοι και έχουν διαπιστευθεί από την αρμόδια επιτροπή του
Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Αν ο ασφαλιστικός κλάδος θελήσει να εντάξει στον
τρόπο επίλυσης των διαφορών που καλείται καθημερινά να αντιμετωπίσει με τους
παθόντες από τροχαία ατυχήματα αλλά και γενικότερα από τους αξιούντες την
καταβολή αποζημιώσεων από άλλους κλάδους, όπως αυτόν της ζωής αλλά και της
ασφάλισης περιουσίας, είναι πέραν κάθε αμφιβολίας ότι θα έχει συμβάλει στην
επιτάχυνση της επίλυσης των διαφορών αυτών και στην μείωση του κόστους
διαχείρισης τους καθώς και βεβαίως στην μείωση του κόστους τους γενικά,
δεδομένης της μη καταβολής τόκων υπερημερίας, που αποτελεί περίπου το 10% των
αποζημιώσεων, που καταβάλει όταν μια διαφορά, επιλύεται δικαστικά.
Η επίλυση των διαφορών μέσω της διαμεσολάβησης θα
δώσει στον ασφαλιστικό κλάδο αλλά και
στους παθόντες την πρωτοβουλία, για τον
προσδιορισμό και του ύψους των αποζημιώσεων για την ηθική βλάβη και την ψυχική
οδύνη, χωρίς να είναι εξαρτημένοι από την ασταθή και απρόβλεπτη ως εκ τούτου
νομολογία, η οποία με τη σημερινή της εικόνα κάθε άλλο παρά την έννοια της
ασφάλειας του δικαίου υπηρετεί – αναλύεται δε η έννοια αυτή στις έννοιες της
προβλεψιμότητας και της
επαληθευσιμότητας.
Επίσης και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό η
διαμεσολάβηση θα δώσει τη δυνατότητα στα μέρη, να προσεγγίσουν τα στοιχεία της
υπαιτιότητας των εμπλεκομένων σε ένα ατύχημα, με ειλικρίνεια και πληρέστερη
τεχνική τεκμηρίωση, δεδομένων των αδυναμιών των σχηματιζομένων από την Τροχαία
ποινικών δικογραφιών αλλά και την πληρέστερη και ειλικρινέστερη αξιολόγηση και
τεκμηρίωση των σωματικών βλαβών των παθόντων και των συνεπειών τους. Η χρήση
της διαμεσολάβησης θα συμβάλει αναμφίβολα και στην μείωση του φαινομένου της
ασφαλιστικής απάτης.
Η πρόκληση για τον εκσυγχονισμό της διαδικασίας
επίλυσης των διαφορών που προκύπτουν από τα τροχαία ατυχήματα, ώστε οι λύσεις
που δίδονται να χαρακτηρίζονται από ταχύτητα και να βρίσκονται πιο κοντά στην
κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα καθώς και στις ανάγκες και τα
συμφέροντα των μερών είναι παρούσα και είναι ο θεσμός της διαμεσολάβησης, αυτός
που την προσφέρει.
H πρόκληση δε και για τον
νομικό κόσμο της χώρας μας είναι παρούσα και συνίσταται στην ανάγκη να
μεταβληθεί από υποστηρικτή της σύγκρουσης σε σύμβουλο διαχείρισης της, ώστε ο
εκάστοτε εντολέας να καταλήγει το δυνατόν σύντομα, το δυνατόν με μικρότερο
οικονομικό και ψυχικό κόστος, στη λύση της διαφοράς του, με ικανοποιημένο το
αίσθημα του του δικαίου. Ο ρόλος του
νομικού συμπαραστάτη στη διαμεσολάβηση είναι ως εκ τούτου πάρα πολύ σημαντικός
και η ευκαιρία, που δίδεται, δεν πρέπει να αφεθεί αναξιοποίητη.
Γιαννιτσά,
Σεπτέμβριος 2014